lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θεραπεύω στα ρωσικά

Λέξη:
θεραπεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (19):
врачевать, выздоравливать, вылечить, гостить, дискутировать, заживать, излечивать, излечить, исцелять, лечить, обсуждать, оздоровлять, потчевать, разглагольствовать, разделывать, рассуждать, трактовать, угощать, целить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά θεραπεύω, θεραπεύω συνώνυμο, θεραπεύω συνώνυμα, θεραπεύω στα αρχαία, θεραπεύω κλίση, θεραπεύω αρχαια, θεραπεύω στα ρωσικά, врачевать στα ελληνικά
θεραπεύω στα ρωσικά