lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαθήτρια στα ουκρανικά

Λέξη:
μαθήτρια (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
вихованець, зіницю, зіниця, учениця, учень
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μαθήτρια, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια τα έβγαλε μέσα στην τάξη, μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της, μαθήτρια με προκλητική εμφάνιση, μαθήτρια στα ουκρανικά, вихованець στα ελληνικά
μαθήτρια στα ουκρανικά