lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαθήτρια στα πορτογαλικά

Λέξη:
μαθήτρια (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μαθήτρια, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια τα έβγαλε μέσα στην τάξη, μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της, μαθήτρια με προκλητική εμφάνιση, μαθήτρια στα πορτογαλικά, pupila στα ελληνικά
μαθήτρια στα πορτογαλικά