lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαύρος στα ουκρανικά

Λέξη:
μαύρος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
брутальний, грубий, ебеновий, натовп, неввічливий, негр, незакінчений, необроблений, неприємний, нерівний, нечемний, неґречний, пошерхлий, різкий, суворий, терпкий, чернь, чорний, шерехатий, шерхлий, шершавий, шорсткий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μαύρος, μαύρος ωκεανός, μαύρος πητ, μαύρος πειρατής, μαύρος πάνθηρας, μαύρος κύκνος, μαύρος στα ουκρανικά, брутальний στα ελληνικά
μαύρος στα ουκρανικά