lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα τσεχική

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (8):
dekorovat, krášlit, okrášlit, ozdobit, vyzdobit, vyznamenat, zdobit, zkrásnět
Σχετικές λέξεις:
τσεχική στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα τσεχική, dekorovat στα ελληνικά
στολίζω στα τσεχική