lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειοψηφία στα ουκρανικά

Λέξη:
μειοψηφία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
меншина, меншину, меншість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μειοψηφία, μειοψηφία ορισμός, μαχόμενη μειοψηφία, καταστατική μειοψηφία, αναστέλλουσα μειοψηφία, μειοψηφία στα ουκρανικά, меншина στα ελληνικά
μειοψηφία στα ουκρανικά