lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειοψηφία στα τσεχική

Λέξη:
μειοψηφία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (4):
menšina, minorita, nezletilost, neplnoletost
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μειοψηφία, μειοψηφία ορισμός, μαχόμενη μειοψηφία, καταστατική μειοψηφία, αναστέλλουσα μειοψηφία, μειοψηφία στα τσεχική, menšina στα ελληνικά
μειοψηφία στα τσεχική