lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειοψηφία στα σουηδικά

Λέξη:
μειοψηφία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
mindretal, minoritet
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μειοψηφία, μειοψηφία ορισμός, μαχόμενη μειοψηφία, καταστατική μειοψηφία, αναστέλλουσα μειοψηφία, μειοψηφία στα σουηδικά, mindretal στα ελληνικά
μειοψηφία στα σουηδικά