lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσωπικό στα ουκρανικά

Λέξη:
προσωπικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
автобус, бригада, вагон, екіпаж, кадри, карета, команда, компанія, персонал, товариство, тренер, тренувати, фірма
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά προσωπικό, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό τάδε, προσωπικό νεύρο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ιδ. ασφάλειας, προσωπικό στα ουκρανικά, автобус στα ελληνικά
προσωπικό στα ουκρανικά