lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσωπικό στα ουγγρική

Λέξη:
προσωπικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
személyzet, állomány, személyi
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική προσωπικό, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό τάδε, προσωπικό νεύρο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ιδ. ασφάλειας, προσωπικό στα ουγγρική, személyzet στα ελληνικά
προσωπικό στα ουγγρική