lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπάλληλος στα ουκρανικά

Λέξη:
υπάλληλος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
бюрократ, ввічливий, громадянський, молюск, цивільний, чиновник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υπάλληλος, υπάλληλος υποδοχής, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος δικηγορικου συλλόγου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος γραφείου στα αγγλικά, υπάλληλος στα ουκρανικά, бюрократ στα ελληνικά
υπάλληλος στα ουκρανικά