lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπάλληλος στα πορτογαλικά

Λέξη:
υπάλληλος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
empregado, funcionário, oficial, polícia, policial
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υπάλληλος, υπάλληλος υποδοχής, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος δικηγορικου συλλόγου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος γραφείου στα αγγλικά, υπάλληλος στα πορτογαλικά, empregado στα ελληνικά
υπάλληλος στα πορτογαλικά