lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φωνάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
φωνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
бум, вигукніть, викликувати, гримати, гриміти, гудіти, гукати, гул, густи, кричати, кухлик, улюлюкання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φωνάζω, φωνάζω συνώνυμα, φωνάζω στο παιδί μου, φωνάζω στα αγγλικά, φωνάζω ονειροκρίτης, το φωνάζω, φωνάζω στα ουκρανικά, бум στα ελληνικά
φωνάζω στα ουκρανικά