lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πλαδαρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flabby, limp, slack, slight, tenuous
πλαδαρός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nenapnutý, ochablý, schlíplý, tenký, uvolněný, volný, zplihlý, útlý, štíhlý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dünn, schlaff, schlapp, schmiegsam
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
slank, smal
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esbelto, escurrido, fino, flojo, sutil
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flasque, lâche, mince, veule
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esile, magro, sottile
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slank, slapp, smal, spenslig, tynn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вялый, гибкий, дряблый, отвислый, тонкий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slapp, smal, smäcker, smärt, spenslig
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hollë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
тонкi
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hervoton, hieno, hoikka, löysä, veltto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tanak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hajlékony, lanyha, petyhüdt, puha
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lieknas, plonas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
delgado, delicado, esbelto
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wiotki

Σχετικές λέξεις

πλαδαρός συνώνυμα