σαρκικός στα αγγλικά σαρκικός στα τσεχική σαρκικός στα γερμανικά σαρκικός στα δανική σαρκικός στα ισπανικά σαρκικός στα γαλλικά σαρκικός στα ιταλικά σαρκικός στα ρωσικά σαρκικός στα λευκορωσίας σαρκικός στα φινλανδικά σαρκικός στα ουγγρική σαρκικός στα λιθουανική σαρκικός στα πορτογαλικά σαρκικός στα ρουμανική σαρκικός στα ουκρανικά σαρκικός στα πολωνική σαρκικός στα σουηδικά σαρκικός στα εσθονική
ευγένεια στα γαλλικά βεβαιώνω στα νορβηγικά μίσχος στα γαλλικά αποκάλυψη στα ρωσικά μένω στα ουγγρική
μένω demy βεβαιώνω ότι ευγένεια καρυωτάκης αποκάλυψη τώρα δημήτρησ μίσχοσ