lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πετώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
πετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
arremessar, arrojar, banzar, botar, atirar, tirar, disparar, lançar, saltar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πετώ, πετώ ψηλά, πετώ ονειροκρίτης, πετώ conjugation, πετάω συνώνυμο, πετάω συνώνυμα, πετώ στα πορτογαλικά, arremessar στα ελληνικά
πετώ στα πορτογαλικά