lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πετώ στα τσεχική

Λέξη:
πετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (23):
chrlit, hodit, házet, metat, mrštit, naházet, nechat, odhodit, pohazovat, pohodit, postavit, pustit, shodit, spouštět, spustit, vrhat, vrhnout, vyhazovat, vyhodit, vymrštit, vypustit, vyslat, zmítat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πετώ, πετώ ψηλά, πετώ ονειροκρίτης, πετώ conjugation, πετάω συνώνυμο, πετάω συνώνυμα, πετώ στα τσεχική, chrlit στα ελληνικά
πετώ στα τσεχική