lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πετώ στα ρωσικά

Λέξη:
πετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (14):
бросать, бросить, забросить, заметать, запустить, кидать, кинуть, метать, метнуть, сбрасывать, свергать, скидывать, швырнуть, швырять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πετώ, πετώ ψηλά, πετώ ονειροκρίτης, πετώ conjugation, πετάω συνώνυμο, πετάω συνώνυμα, πετώ στα ρωσικά, бросать στα ελληνικά
πετώ στα ρωσικά