lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πετώ στα γερμανικά

Λέξη:
πετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
abschütteln, abwerfen, auffallen, geschmissen, geworfen, schleudern, schmeißen, schmettern, wegwerfen, werfen, würfeln
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πετώ, πετώ ψηλά, πετώ ονειροκρίτης, πετώ conjugation, πετάω συνώνυμο, πετάω συνώνυμα, πετώ στα γερμανικά, abschütteln στα ελληνικά
πετώ στα γερμανικά