lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαρκικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
σαρκικός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
carnal, corporal, corpóreo, físico, impressionável, lascivo, luxurioso, sensorial, sensual, sensível, voluptuoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σαρκικός, σαρκικός στα πορτογαλικά, carnal στα ελληνικά
σαρκικός στα πορτογαλικά