lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στριγγλίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
στριγγλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
alarido, berrar, bradar, bramar, gritar, rebuçar, rugir, vociferar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στριγγλίζω, στριγγλίζω στα πορτογαλικά, alarido στα ελληνικά
στριγγλίζω στα πορτογαλικά