lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στριγγλίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bawl, holler, scream, shriek, squall, yawp, yell, yowl
στριγγλίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bučet, hulákat, křičet, pištět, vykřiknout, vykřikovat, vřeštět, vřískat, zakřičet, řvát
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brüllen, kreischen, schreien
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
brøle, rosa, råbe, skrige
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alarido, aullar, gritar, vociferar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
beugler, brailler, criailler, crier, gueuler, hurler, piailler, piauler, tempêter, vociférer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gridare, sbraitare, stridere, strillare, urlare, vociare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brøle, ropa, skrike
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
верещать, вопить, кричать, орать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ropa
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bërtas
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гукаць, зваць, клікаць, падзываць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
karjuma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hihkua, hoilottaa, karjua, kiljua
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kričati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ordítani, sikoly, üvölteni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
rėkti, šaukti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alarido, berrar, bradar, bramar, gritar, rebuçar, rugir, vociferar
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kričať
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бум, гримати, гриміти, гудіти, гукати, гул, густи, кричати, кухлик, улюлюкання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wrzeszczeć