lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στριγγλίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
στριγγλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
бум, гримати, гриміти, гудіти, гукати, гул, густи, кричати, кухлик, улюлюкання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στριγγλίζω, στριγγλίζω στα ουκρανικά, бум στα ελληνικά
στριγγλίζω στα ουκρανικά