lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στριγγλίζω στα τσεχική

Λέξη:
στριγγλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
bučet, hulákat, křičet, pištět, řvát, vřeštět, vřískat, vykřiknout, vykřikovat, zakřičet
Σχετικές λέξεις:
τσεχική στριγγλίζω, στριγγλίζω στα τσεχική, bučet στα ελληνικά
στριγγλίζω στα τσεχική