lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορισμός στα σουηδικά

Λέξη:
περιορισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (6):
begränsning, bundenhet, inskränka, inskränkning, isolat, restriktion
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά περιορισμός, περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, περιορισμός ταχύτητας internet σε wifi, περιορισμός συνώνυμο, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός στα σουηδικά, begränsning στα ελληνικά
περιορισμός στα σουηδικά