lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορισμός στα αγγλικά

Λέξη:
περιορισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (16):
abridgment, border, brake, confinement, constrain, constraint, delimitation, deprivation, limit, limitation, qualification, reserve, restraint, restriction, stint, stringency
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά περιορισμός, περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, περιορισμός ταχύτητας internet σε wifi, περιορισμός συνώνυμο, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός στα αγγλικά, abridgment στα ελληνικά
περιορισμός στα αγγλικά