lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορισμός στα τσεχική

Λέξη:
περιορισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
delimitace, donucení, hranice, hraniční, limit, limita, mez, nátlak, ohraničení, omezení, omezování, přinucení, restrikce, snížení, stísněnost, vymezení, zmenšení
Σχετικές λέξεις:
τσεχική περιορισμός, περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, περιορισμός ταχύτητας internet σε wifi, περιορισμός συνώνυμο, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός στα τσεχική, delimitace στα ελληνικά
περιορισμός στα τσεχική