lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλειά στα φινλανδικά

Λέξη:
δουλειά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (38):
ammatti, anomus, ansio, asema, asento, asia, askare, etu, homma, hyöty, intressi, kanta, kauppa, kohta, kysymys, kysyntä, käyttäminen, liikeasia, myymälä, olo, ongelma, paikka, palkka, posti, pulma, puoti, pyyde, seikka, tehtävä, teos, toimi, tulo, työ, työnteko, vaatia, vaatimus, virka, voitto
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δουλειά, δουλειά στο εξωτερικό, δουλειά στην γερμανία, δουλειά στην αυστραλία, δουλειά στην αυστρία, δουλειά στην αθήνα, δουλειά στα φινλανδικά, ammatti στα ελληνικά
δουλειά στα φινλανδικά