lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χάος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chaos, disorder, hugger-mugger, huggermugger, mess, muddle, muss, shambles
χάος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
binec, nepořádek, zmatek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chaos, kram, tohuwabohu, unordnung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forstyrrelse, forvirring, kaos, rot, rør, søl, uorden
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anarquía, caos, desarreglo, desconcierto, desorden
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boucan, chaos, désordre, pagaille, pagaïe, troubles
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
baraonda, caos, confusione, disordine, scompiglio, soqquadro
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rot, røra, søl, uorden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспорядок, ералаш, кавардак
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oreda, röra, söl
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хаос
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kaos, korratus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäjärjestys, kaaos, myllerrys, sekasorto, sotku
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kaos, metež, nered, zbrka
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felfordulás, káosz, rendetlenség, rumli
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
chaosas, netvarka
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caos, desajuste, desordem, desorganizais
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
haos
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безлад, безладдя, замішання, збентеження, згоряння, зніяковіння, зіпсувати, каша, мішанина, нелад, неохайний, неохайність, перекидати, перекидатися, перекинений, перекинути, перекинутися, пригнітити, пригнічувати, псувати, розгардіяш
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bałagan

Σχετικές λέξεις

χάος μια νέα επιστήμη, χάος στο κίεβο, χάος συνώνυμα, χάος ταβιάνι, χάος και τάξη στα κοινωνικά συστήματα, χάος μυθολογία, χάος λαύριο, χάοσ ταινια, χάος αύριο στους δρόμους της αθήνας - θα είναι κλειστοί, χάος star