lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοσία στα αγγλικά

Λέξη:
ανοσία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (6):
immunity, privilege, inviolability, resistance, robustness, tolerance
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ανοσία, χυμική ανοσία, ανοσία συνώνυμο, ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία στην ερυθρά, ανοσία ορισμός, ανοσία στα αγγλικά, immunity στα ελληνικά
ανοσία στα αγγλικά