lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοσία στα ουκρανικά

Λέξη:
ανοσία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
звільнення, імунітет, недоторканість, пільга, привілей
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανοσία, χυμική ανοσία, ανοσία συνώνυμο, ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία στην ερυθρά, ανοσία ορισμός, ανοσία στα ουκρανικά, звільнення στα ελληνικά
ανοσία στα ουκρανικά