lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοσία στα πολωνική

Λέξη:
ανοσία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
immunitet, nietykalność, odporność
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ανοσία, χυμική ανοσία, ανοσία συνώνυμο, ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία στην ερυθρά, ανοσία ορισμός, ανοσία στα πολωνική, immunitet στα ελληνικά
ανοσία στα πολωνική