lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοσία στα βουλγαρικά

Λέξη:
ανοσία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
имунитет, съпротивление
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά ανοσία, χυμική ανοσία, ανοσία συνώνυμο, ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία στην ερυθρά, ανοσία ορισμός, ανοσία στα βουλγαρικά, имунитет στα ελληνικά
ανοσία στα βουλγαρικά