lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοσία στα τσεχική

Λέξη:
ανοσία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (8):
chráněnost, imunita, nedotknutelnost, neporušitelnost, odboj, odolnost, odpor, pevnost
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανοσία, χυμική ανοσία, ανοσία συνώνυμο, ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία στην ερυθρά, ανοσία ορισμός, ανοσία στα τσεχική, chráněnost στα ελληνικά
ανοσία στα τσεχική