lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοσία στα ρωσικά

Λέξη:
ανοσία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
иммунизация, иммунитет, неприкосновенность, сопротивляемость, устойчивость
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ανοσία, χυμική ανοσία, ανοσία συνώνυμο, ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία στην ερυθρά, ανοσία ορισμός, ανοσία στα ρωσικά, иммунизация στα ελληνικά
ανοσία στα ρωσικά