lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απαγόρευση στα αγγλικά

Λέξη:
απαγόρευση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (13):
ban, banning, bar, inhibit, inhibition, injunction, interdict, interdiction, prohibition, proscription, suppression, taboo, veto
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά απαγόρευση, απαγόρευση συγκεντρώσεων αύριο, απαγόρευση προσλήψεων λόγω εκλογών, απαγόρευση πλειστηριασμών 2014, απαγόρευση πλειστηριασμών, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση στα αγγλικά, ban στα ελληνικά
απαγόρευση στα αγγλικά