lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απαγόρευση στα βουλγαρικά

Λέξη:
απαγόρευση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
забрана, запрещение
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά απαγόρευση, απαγόρευση συγκεντρώσεων αύριο, απαγόρευση προσλήψεων λόγω εκλογών, απαγόρευση πλειστηριασμών 2014, απαγόρευση πλειστηριασμών, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση στα βουλγαρικά, забрана στα ελληνικά
απαγόρευση στα βουλγαρικά