lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απαγόρευση στα ουκρανικά

Λέξη:
απαγόρευση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
заборона, позбавлення, чари
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απαγόρευση, απαγόρευση συγκεντρώσεων αύριο, απαγόρευση προσλήψεων λόγω εκλογών, απαγόρευση πλειστηριασμών 2014, απαγόρευση πλειστηριασμών, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση στα ουκρανικά, заборона στα ελληνικά
απαγόρευση στα ουκρανικά