lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκύβω στα ουγγρική

Λέξη:
σκύβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (21):
befordul, bekanyarodik, csavarni, elkanyarodik, eltűnni, elveszni, ferdíteni, görbít, görbíteni, görbül, görbület, hajlik, hajlás, hajlít, hajlítani, meghajlik, meghajlít, meghajt, sodorni, íveltség, útkanyar
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική σκύβω, σκύβω το κεφάλι, σκύβω στα αγγλικά, σκύβω και προσκυνώ το λείψανο σου ελλάδα, σκύβω εκεί κάθε βράδυ, σκύβω english, σκύβω στα ουγγρική, befordul στα ελληνικά
σκύβω στα ουγγρική