lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυθαίρετος στα αγγλικά

Λέξη:
αυθαίρετος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (12):
any, arbitrary, authoritarian, despotic, discretional, discretionary, high-handed, highhanded, oppressive, optional, overbearing, volitional
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αυθαίρετος, αυθαίρετος συνώνυμο, αυθαίρετος συνώνυμα, αυθαίρετος σημασία, αυθαίρετος μετάφραση, αυθαίρετος ετυμολογία, αυθαίρετος στα αγγλικά, any στα ελληνικά
αυθαίρετος στα αγγλικά