lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυθαίρετος στα γερμανικά

Λέξη:
αυθαίρετος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
beliebig, beliebigen, despotisch, eigenmächtig, ein, fakultativ, irgendein, irgendeiner, wahlfrei, willkürlich, x-beliebig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αυθαίρετος, αυθαίρετος συνώνυμο, αυθαίρετος συνώνυμα, αυθαίρετος σημασία, αυθαίρετος μετάφραση, αυθαίρετος ετυμολογία, αυθαίρετος στα γερμανικά, beliebig στα ελληνικά
αυθαίρετος στα γερμανικά