lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυθαίρετος στα πορτογαλικά

Λέξη:
αυθαίρετος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
despótico, abusivo, algum, arbitrário, facultativo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αυθαίρετος, αυθαίρετος συνώνυμο, αυθαίρετος συνώνυμα, αυθαίρετος σημασία, αυθαίρετος μετάφραση, αυθαίρετος ετυμολογία, αυθαίρετος στα πορτογαλικά, despótico στα ελληνικά
αυθαίρετος στα πορτογαλικά