lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυθαίρετος στα ουκρανικά

Λέξη:
αυθαίρετος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
деспотичний, довільний, примхливий, свавільний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αυθαίρετος, αυθαίρετος συνώνυμο, αυθαίρετος συνώνυμα, αυθαίρετος σημασία, αυθαίρετος μετάφραση, αυθαίρετος ετυμολογία, αυθαίρετος στα ουκρανικά, деспотичний στα ελληνικά
αυθαίρετος στα ουκρανικά