lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκτώ στα δανική

Λέξη:
αποκτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
anskaffe, få, opnå, vinde, fortjene, henna
Σχετικές λέξεις:
δανική αποκτώ, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ προστακτική, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ κλίση, αποκτώ στα δανική, anskaffe στα ελληνικά
αποκτώ στα δανική