lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποχρεώνω στα αγγλικά

Λέξη:
υποχρεώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
coerce, compel, constrain, force, impel, make, necessitate, oblige, sandbag
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά υποχρεώνω, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω στα αγγλικά, coerce στα ελληνικά
υποχρεώνω στα αγγλικά