lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποχρεώνω στα τσεχική

Λέξη:
υποχρεώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
donucovat, donutit, nutit, pobídnout, popohnat, překroutit, přimět, přinutit, tlačit, tísnit, urychlit, uspíšit, vnucovat, vnutit, vynutit, vypáčit, vyžadovat, zavazovat, zavázat, zrychlit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική υποχρεώνω, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω στα τσεχική, donucovat στα ελληνικά
υποχρεώνω στα τσεχική