lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποχρεώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
υποχρεώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
abrigar, constranger, ditar, forçar, impar, impor, necessitar, obrigar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υποχρεώνω, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω στα πορτογαλικά, abrigar στα ελληνικά
υποχρεώνω στα πορτογαλικά