lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποχρεώνω στα ιταλικά

Λέξη:
υποχρεώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (5):
costringere, forzare, obbligare, pigiare, sforzarsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά υποχρεώνω, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω στα ιταλικά, costringere στα ελληνικά
υποχρεώνω στα ιταλικά