lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποχρεώνω στα γερμανικά

Λέξη:
υποχρεώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
antreiben, nötigen, zwingen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά υποχρεώνω, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω στα γερμανικά, antreiben στα ελληνικά
υποχρεώνω στα γερμανικά