lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυλόπορτα στα βουλγαρικά

Λέξη:
αυλόπορτα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
бент, препятствие
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά αυλόπορτα, συρόμενη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυτόματη αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, αυλόπορτα στα βουλγαρικά, бент στα ελληνικά
αυλόπορτα στα βουλγαρικά